- σφός
- σφόςtheirmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σφά — σφός their neut nom/voc/acc pl σφά̱ , σφός their fem nom/voc/acc dual σφά̱ , σφός their fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόν — σφός their masc acc sg σφός their neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖς — σφός their fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖν — σφός their masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖς — σφός their masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖσι — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖσιν — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῦ — σφός their masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφούς — σφός their masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)